μπάλιος

μπάλιος
-ια, -ιο (Μ μπάλιος, -ία, -ον)
νεοελλ.
(για πρόβατα) αυτός που έχει άσπρο μαλλί, ασπρόμαλλος, ή άσπρο κεφάλι, ασπροκέφαλος
μσν.
(για άλογα) αυτός που έχει άσπρο κούτελο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλ. ρουμ. baliŭ. Κατ' άλλους < αλβ. balio, ενώ θεωρείται απίθανη η παραγωγή τής λ. από το αρχ. βαλιός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μπαλίος — μπαλίος, ὁ (Μ) βλ. μπάϊλος …   Dictionary of Greek

  • μπάλιος, -ια, -ιο — (λ. αλβαν.) (για πρόβατα), που έχει άσπρο κεφάλι: Χάσαμε μια μπάλια προβατίνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπάιλος — μπάϊλος και μπαΐουλος και μπαϊοῡλος και μπαλιός, ὁ (Μ) βλ. βάιλας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μπαΐουλος < λατ. baiulus «αχθοφόρος» (πρβλ. βαΐουλος), ενώ ο τ. μπάιλος < ιταλ. bailo «άρχοντας, κυβερνήτης» < λατ. baiulus (πρβλ. βάιλας)] …   Dictionary of Greek

  • μπαλιάτον — μπαλιάτον, τὸ (Μ) το μπαϊλάτον. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπαϊλάτον με επίδραση τού μπαλίος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”